χερουβικός

χερουβικός
η , ό[ν] херувимский, относящийся к херувиму

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χερουβικός" в других словарях:

  • χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… …   Dictionary of Greek

  • χερουβικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χερουβείμ: Ψέλνουν το χερουβικό ύμνο. 2. το ουδ. ως ουσ., χερουβικό εκκλησιαστικός ύμνος, που ψέλνεται όταν ο ιερέας ετοιμάζεται για τη μεγάλη είσοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Херувимская песнь — Во время пения Херувимской Херувимская песнь (греч …   Википедия

  • χερουβικοχάρακτος — ον, Μ χαραγμένος από τα χερουβίμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερουβικός + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. νεο χάρακτος] …   Dictionary of Greek

  • χερουβικό — το / χερουβικόν, ΝΑ βλ. χερουβικός …   Dictionary of Greek

  • Άγγελος Σιλέσιος — (Αngelus Silesius). Ψευδώνυμο του Γερμανού γιατρού, θεολόγου και ποιητή Γιόχαν Σέφλερ (Johann Scheffler, 1624 – 1677). Αρχικά o Α.Σ. ήταν προτεστάντης, μεταπήδησε όμως το 1652 στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το 1674 κυκλοφόρησε η μεγάλη συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»